εξηκοστό(ν)

εξηκοστό(ν)
το шестидесятая часть

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εξηκοστό(ν)" в других словарях:

  • λεπτό — Υποδιαίρεση μονάδων μέτρησης (βλ. λ. μέτρηση και μέτρο). 1. Χρονική μονάδα ίση με το ένα εξηκοστό της ώρας. 2. Μονάδα μέτρησης γωνιών, ίση με το ένα εξηκοστό της μοίρας. 3. Νομισματική μονάδα, ίση με το ένα εκατοστό του ευρώ. * * * και λεφτό, το… …   Dictionary of Greek

  • δευτερόλεπτο — Μία από τις θεμελιώδεις μονάδες του Διεθνούς Συστήματος Μονάδων (SI), που ορίζεται ως η διάρκεια 9.192.631.770 περιόδων ακτινοβολίας της αντίστοιχης μετάπτωσης ανάμεσα σε δύο υπέρλεπτες στάθμες της βασικής κατάστασης του ατόμου του καισίου 133Cs …   Dictionary of Greek

  • εξήντα — οι, τα αριθμ. απόλ. άκλ. 1. ποσότητα έξι δεκάδων, ο αριθμός 60. 2. σε χρονολογίες και ηλικίες χρησιμοποιείται συχνά με το ουδ. του άρθρ. στη θέση του τακτ. εξηκοστός: Το εξήντα π.Χ. (το εξηκοστό έτος π.Χ.). – Πήρε σύνταξη στα εξήντα (στο εξηκοστό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεύτερος — η, ο και δεύτερος, δευτέρα, ο (AM δεύτερος, α, ον) Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται αμέσως μετά τον πρώτο (σε διαδοχή χρόνου) (α. «τερμάτισε δεύτερος» β. «γεννήθηκε δεύτερος» γ. «δεύτερος αὖ προΐει ἔγχος» έσυρε δεύτερος το ξίφος) 2.… …   Dictionary of Greek

  • εξήντα — οι, τα (AM ἑξήκοντα Μ και ἑξήντα, οἱ, αἱ, τά) σύνολο έξι δεκάδων νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. τα εξήντα συμβολική παράσταση τού αριθμού εξήντα 2. (για χρονολογίες και ηλικία) το εξηκοστό έτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εξήκοντα] …   Dictionary of Greek

  • εξηκοντάδα — η (AM ἑξηκοντάς) [εξήκοντα] σύνολο εξήντα ομοειδών μονάδων αρχ. το ένα εξηκοστό …   Dictionary of Greek

  • εξηκοστός — ή, ό (AM ἑξηκοστός, ή, όν, Α και ἐξήκοιστος) 1. αυτός που στη σειρά έχει τον αριθμό εξήντα («ἥκειν ἐς ἑξηκοστὴν ἡμέραν», Ηρόδ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το εξηκοστό(ν) καθένα από τα εξήντα ίσα μέρη ενός συνόλου αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἑξηκοστή δασμός… …   Dictionary of Greek

  • ημιρρόμβιο — το (Α ἡμιρρόμβιον) νεοελλ. ναυτ. υποδιαίρεση κάθε ρόμβου* τού ανεμολογίου τής ναυτικής πυξίδας ίση με το ένα εξηκοστό τέταρτο τής περιφέρειας, κν. μετζοκάρτο, μέτζο αρχ. είδος επιδέσμου που μοιάζει με μισό ρόμβο, ημίτομος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * +… …   Dictionary of Greek

  • τετραεξηκοστόν — τὸ, Α το ένα εξηκοστό τέταρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ἑξηκοστός] …   Dictionary of Greek

  • τετρακαιεξηκοστόν — τὸ, Α το ένα εξηκοστό τέταρτο (1/64). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + καί + εξηκοστός] …   Dictionary of Greek

  • φωτομετρία — Κλάδος της οπτικής, που έχει ως αντικείμενο τη μέτρηση της ποσότητας φωτεινής ενέργειας που εκπέμπει μια πηγή ή δέχεται μια επιφάνεια. Στις φωτομετρικές μετρήσεις, οι οποίες εκτελούνται με οπτική σύγκριση της φωτεινότητας από διαφορετικές πηγές,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»